- φροκάλι
- το, Νφρόκαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκάλιον «σκούπα», μέσω ενός τ. *φλοκάλι με ανομοίωση του -λ- σε -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φροκάλι — το βλ. φρόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φροκαλιά — η, Ν [φροκάλι] φρόκαλο, σκούπα … Dictionary of Greek
φρόκαλο — φρόκαλο, το και φροκάλι, το 1. ό,τι παρασύρεται στο σκούπισμα, το σκουπίδι. 2. η σκούπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)